ΑΜΥΝΤΑΙΟ
Το Αμύνταιο είναι μια κωμόπολη της Δυτικής Μακεδονίας που βρίσκεται στο νομό Φλώρινας. Έχει 3.636 κατοίκους και αποτελείται από 7 κοινότητες: Άγιος Παντελεήμων, Κέλλη, Κλειδί, Ξινό-νερό, Πέτρες, Ροδώνα και Φανό. Βρίσκεται σε υψόμετρο 590μ. στο βόρειο τμήμα του οροπεδίου Εορδαίας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΡΑΣΙΟΥ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ
Η καλλιέργεια του αμπελιού στην περιοχή του Αμυνταίου χάνεται στα βάθη των αιώνων και ξεπερνά τις 2 χιλιετίες. Ευρήματα από τις αρχαιολογικές ανασκαφές (κλαδευτήρια, πιθάρια, ρετσίνι και σπόροι) στην ελληνιστική πόλη των Πετρών, μαρτυρούν την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή κρασιού. Επίσης η λατρεία της θεϊκής μορφής του Διονύσου αποδεικνύει την εξέχουσα θέση που είχε το κρασί στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Στα χριστιανικά χρόνια η λατρεία του Διονύσου αντικαθίσταται από τη λατρεία του Αγίου Τρύφωνα. Αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς φαίνεται να παίρνει φόρο σε κρασί και να το μεταφέρει στην περιοχή των Ιωαννίνων.
Την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων ο Σπύρος Μελάς αναφέρεται στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) χαρακτηρίζοντάς το ως «κωμόπολη ευλογημένη από τον Βάκχο», που εκεί «φυτρώνει το εύχυμο κλήμα» και «όποιος πιει κρασί του Σόροβιτς δεν το ξεχνάει». Η οινοποίηση πραγματοποιούνταν στα κελάρια. Τα κελάρια ήταν στο ισόγειο των κατοικιών ή σε ισόγειες και ημιυπόγειες προεκτάσεις τους.
Ογδόντα χρόνια πριν, στο Αμύνταιο παρασκευαζόταν το Ξινόμαυρο, που συχνά το αγόραζαν και το εκμεταλλεύονταν έμποροι από τις γειτονικές περιοχές και κυρίως από το Πισοδέρι. Την δεκαετία του 30 μετά την επίσκεψη ενός οινολόγου από το Υπουργείο Γεωργίας οι αμπελουργοί παρακινήθηκαν να δημιουργήσουν ένα οινοποιείο. Στη διάλεξή του ο οινολόγος έφερε ως παραδείγματα προς μίμηση τα μετοχικά οινοποιεία της Κρήτης και έτσι το 1954 ιδρύθηκε η Ένωση Συνεταιρισμών Αμυνταίου (Ε.Α.Σ.). Το 1960 κυκλοφόρησε το πρώτο ερυθρό κρασί που άρχισε να διανέμεται σε όλη τη Δυτική Μακεδονία και…περνάει στην ιστορία. Το 1965 που ήταν δημοφιλής η ρετσίνα στη χώρα μας, η ΕΑΣ αποφασίζει να μπει στην παραγωγική διαδικασία με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Τη δεκαετία του 1970 αναγνωρίζεται η ένδειξη Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας «ΑΜΥΝΤΑΙΟ» (Ο.Π.Α.Π) για την παραγωγή διαφόρων τύπων κρασιών από την ποικιλία Ξινόμαυρο, μία από τις οποίες είναι ο αφρώδης οίνος. Το 1971 είναι η χρονιά κατά την οποία γεννήθηκε η καινούργια αυτή ιδέα στους χώρους του οινοποιείου: το μέλλον είναι η σαμπάνια που με τον καιρό κερδίζει έδαφος. Έτσι οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία αφρώδους οίνου έδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα. Μετά από αυτό το ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα το 1972 ως «Αμύνταιο προέλευση ανωτέρας ποιότητας» αρχικά το ερυθρό και έπειτα το ροζέ. Το φθινόπωρο του 1990 το πρώτο λευκό στην Ελλάδα από την ποικιλία Ξινόμαυρου εμφιαλώνεται και κυκλοφορεί μετά τις προσπάθειες του οινολόγου κ. Κυρατσού και το 1996 ένα προϊόν μοναδικής ποιότητας, εξαιρετικού αρώματος και γεύσης γεννιέται: «οι επιλεγμένοι αμπελώνες».
Το Αμύνταιο είναι μια κωμόπολη της Δυτικής Μακεδονίας που βρίσκεται στο νομό Φλώρινας. Έχει 3.636 κατοίκους και αποτελείται από 7 κοινότητες: Άγιος Παντελεήμων, Κέλλη, Κλειδί, Ξινό-νερό, Πέτρες, Ροδώνα και Φανό. Βρίσκεται σε υψόμετρο 590μ. στο βόρειο τμήμα του οροπεδίου Εορδαίας.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΡΑΣΙΟΥ ΑΜΥΝΤΑΙΟΥ
Η καλλιέργεια του αμπελιού στην περιοχή του Αμυνταίου χάνεται στα βάθη των αιώνων και ξεπερνά τις 2 χιλιετίες. Ευρήματα από τις αρχαιολογικές ανασκαφές (κλαδευτήρια, πιθάρια, ρετσίνι και σπόροι) στην ελληνιστική πόλη των Πετρών, μαρτυρούν την καλλιέργεια του αμπελιού και την παραγωγή κρασιού. Επίσης η λατρεία της θεϊκής μορφής του Διονύσου αποδεικνύει την εξέχουσα θέση που είχε το κρασί στην καθημερινή ζωή των κατοίκων. Στα χριστιανικά χρόνια η λατρεία του Διονύσου αντικαθίσταται από τη λατρεία του Αγίου Τρύφωνα. Αρχές του 19ου αιώνα ο Αλή Πασάς φαίνεται να παίρνει φόρο σε κρασί και να το μεταφέρει στην περιοχή των Ιωαννίνων.
Την περίοδο των Βαλκανικών πολέμων ο Σπύρος Μελάς αναφέρεται στο Σόροβιτς (Αμύνταιο) χαρακτηρίζοντάς το ως «κωμόπολη ευλογημένη από τον Βάκχο», που εκεί «φυτρώνει το εύχυμο κλήμα» και «όποιος πιει κρασί του Σόροβιτς δεν το ξεχνάει». Η οινοποίηση πραγματοποιούνταν στα κελάρια. Τα κελάρια ήταν στο ισόγειο των κατοικιών ή σε ισόγειες και ημιυπόγειες προεκτάσεις τους.
Ογδόντα χρόνια πριν, στο Αμύνταιο παρασκευαζόταν το Ξινόμαυρο, που συχνά το αγόραζαν και το εκμεταλλεύονταν έμποροι από τις γειτονικές περιοχές και κυρίως από το Πισοδέρι. Την δεκαετία του 30 μετά την επίσκεψη ενός οινολόγου από το Υπουργείο Γεωργίας οι αμπελουργοί παρακινήθηκαν να δημιουργήσουν ένα οινοποιείο. Στη διάλεξή του ο οινολόγος έφερε ως παραδείγματα προς μίμηση τα μετοχικά οινοποιεία της Κρήτης και έτσι το 1954 ιδρύθηκε η Ένωση Συνεταιρισμών Αμυνταίου (Ε.Α.Σ.). Το 1960 κυκλοφόρησε το πρώτο ερυθρό κρασί που άρχισε να διανέμεται σε όλη τη Δυτική Μακεδονία και…περνάει στην ιστορία. Το 1965 που ήταν δημοφιλής η ρετσίνα στη χώρα μας, η ΕΑΣ αποφασίζει να μπει στην παραγωγική διαδικασία με ικανοποιητικά αποτελέσματα.
Τη δεκαετία του 1970 αναγνωρίζεται η ένδειξη Ονομασία Προέλευσης Ανωτέρας Ποιότητας «ΑΜΥΝΤΑΙΟ» (Ο.Π.Α.Π) για την παραγωγή διαφόρων τύπων κρασιών από την ποικιλία Ξινόμαυρο, μία από τις οποίες είναι ο αφρώδης οίνος. Το 1971 είναι η χρονιά κατά την οποία γεννήθηκε η καινούργια αυτή ιδέα στους χώρους του οινοποιείου: το μέλλον είναι η σαμπάνια που με τον καιρό κερδίζει έδαφος. Έτσι οι πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία αφρώδους οίνου έδωσε εξαιρετικά αποτελέσματα. Μετά από αυτό το ελληνικό κράτος αναγνώρισε επίσημα το 1972 ως «Αμύνταιο προέλευση ανωτέρας ποιότητας» αρχικά το ερυθρό και έπειτα το ροζέ. Το φθινόπωρο του 1990 το πρώτο λευκό στην Ελλάδα από την ποικιλία Ξινόμαυρου εμφιαλώνεται και κυκλοφορεί μετά τις προσπάθειες του οινολόγου κ. Κυρατσού και το 1996 ένα προϊόν μοναδικής ποιότητας, εξαιρετικού αρώματος και γεύσης γεννιέται: «οι επιλεγμένοι αμπελώνες».
ΤΟ ΚΛΙΜΑ
Η περιοχή του Αμυνταίου χαρακτηρίζεται ιδιαίτερο μικροκλίμα κατάλληλο για κρασιά υψηλών απαιτήσεων, λόγω του αρκετά υψηλού υψομέτρου και των τεσσάρων λιμνών που περιτριγυρίζουν την περιοχή. Τα 600 με 750 μέτρα υψόμετρο, οι λοφώδεις εκτάσεις οι οποίες είναι εκτεθειμένες στον άνεμο της περιοχής, το ελαφρύ έδαφος, το φαινόμενο κατά το οποίο τα κλίματα ξεχειμωνιάζουν στα χιόνια, η μεγάλη διαφορά της θερμοκρασίας μεταξύ μέρας και νύχτας, συνθέτουν τα χαρακτηριστικά που προσφέρουν μια εξαιρετική ποικιλία κρασιών. Επίσης η παρουσία των τεσσάρων λιμνών συντελεί σε ένα ήπιο ηπειρωτικό κλίμα που ευνοεί την καλλιέργεια λευκών ποικιλιών.
Η ζώνη όλη κατατάσσεται στην περιοχή Μεσογειακού κλίματος (η πρώτη εικόνα, με κουκίδες, στο σχέδιο). Λόγω υψομέτρου και αποστάσεως από την θάλασσα παρουσιάζει στοιχεία του ορεινού υποτύπου με μέση ετήσια θερμοκρασία σχεδόν 13,2 C, οι βαθμοώρες ανέρχονται σε 1835, (στοιχεία 1980)Οι έντονες χιονοπτώσεις του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια και η έλλειψη τους στο υδατικό ισοζύγιο φανερή.
Οι βροχοπτώσεις του φθινοπώρου και της άνοιξης δεν επαρκούν και το ξερό τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου σε συνδυασμό με τα ελαφριά εδάφη οδηγούν τις περισσότερες χρονιές τα αμπέλια σε <στρεσάρισμα>.
Έντονο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι οι βόρειοι άνεμοι (κυρίως βορειοδυτικοί) που πνέουν σχεδόν όλο το χρόνο και έχουν σαν αποτέλεσμα χαμηλές υγρασίες (σχετική υγρασία γύρω στο 40 %) και ταυτόχρονα δροσίζουν τα αμπέλια από την κάψα του καλοκαιριού.
Σ’ αυτό βέβαια βοηθάει και η σημαντική διαφορά θερμοκρασίας ημέρας / νύχτας το καλοκαίρι .
Η ζώνη όλη κατατάσσεται στην περιοχή Μεσογειακού κλίματος (η πρώτη εικόνα, με κουκίδες, στο σχέδιο). Λόγω υψομέτρου και αποστάσεως από την θάλασσα παρουσιάζει στοιχεία του ορεινού υποτύπου με μέση ετήσια θερμοκρασία σχεδόν 13,2 C, οι βαθμοώρες ανέρχονται σε 1835, (στοιχεία 1980)Οι έντονες χιονοπτώσεις του παρελθόντος δεν υπάρχουν πια και η έλλειψη τους στο υδατικό ισοζύγιο φανερή.
Οι βροχοπτώσεις του φθινοπώρου και της άνοιξης δεν επαρκούν και το ξερό τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου σε συνδυασμό με τα ελαφριά εδάφη οδηγούν τις περισσότερες χρονιές τα αμπέλια σε <στρεσάρισμα>.
Έντονο χαρακτηριστικό της περιοχής είναι οι βόρειοι άνεμοι (κυρίως βορειοδυτικοί) που πνέουν σχεδόν όλο το χρόνο και έχουν σαν αποτέλεσμα χαμηλές υγρασίες (σχετική υγρασία γύρω στο 40 %) και ταυτόχρονα δροσίζουν τα αμπέλια από την κάψα του καλοκαιριού.
Σ’ αυτό βέβαια βοηθάει και η σημαντική διαφορά θερμοκρασίας ημέρας / νύχτας το καλοκαίρι .
ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ΑΜΠΕΛΟΥΤο Ξινόμαυρο ήταν και παραμένει η κύρια καλλιεργούμενη ποικιλία της περιοχής. Κατάλληλο για την παραγωγή τόσο κρασιού όσο και τσίπουρου χρειάζεται μερικές φορές βοήθεια από άλλες ποικιλίες, για να αντισταθμιστεί η έλλειψη ωρίμανσης λόγω οψιμότητας. Στο παρελθόν οι αμπελουργοί χρησιμοποίησαν παμίδι, λιτσίνα (πιθανόν λευκός κλώνος του ξινόμαυρου), τσαούσι,σέφκα και άλλα.
Σήμερα η εισαγωγή ξενικών ποικιλιών ( Syrah κυρίως,αλλά και SauvignonBlanc, Merlot,Chardonnay, Gewürztraminer,Riesling...) αλλά και ελληνικών από άλλα μέρη (Ροδίτης, Μαλβαζία κα) αλλάζει τον χαρακτήρα της περιοχής,δίνοντας ευκολίες στους αμπελουργούς αλλά αποτρέποντας τους από την προσπάθεια βελτίωσης του Ξινόμαυρου. Το Ξινόμαυρο είναι η πιο πολυδύναμη ελληνική ερυθρά ποικιλία με σημαντικές ομοιότητες με το PinotNoir και ιδίως με το Nebiolo. Αυτό σε συνδυασμό με την ποικιλία των εδαφών δίνει έναν μεγάλο πλούτο αρωμάτων, με αποτέλεσμα να μπορούν να παραχθούν όλοι οι τύποι σχεδόν των ξηρών οίνων (αλλά και γλυκών), καθώς και εξαιρετικό τσίπουρο. Ηλικία Αμπελώνα Το Αμύνταιο περιλαμβάνει πλήθος παλαιών αμπελιών από τα οποία πάρα πολλά είναι60-80 ετών αλλά σώζονται αρκετά 100-140 ετών , δηλαδή είναι η μία από τις δύο περιοχές (μαζί με την Σαντορίνη) που διασώζουν πολύτιμο προφυλοξηρικό αμπελώνα. Το γεγονός οφείλεται στα αμμώδη εδάφη που λειτουργούν σαν φράχτης απέναντι στη φυλλοξήρα.
|
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
Η παραγωγή κρασιού στο Αμύνταιο είναι ... οικογενειακή παράδοση.
Η οικογένεια Χατζή εμφανίζεται στο Αμύνταιο (Σοροβίτζι) αρχές του 19ου αιώνα,όταν ο Γιάννης (Χατζη) Νικόδημος έρχεται από την Πάτρα και ασχολείται με τις μεταφορές και το εμπόριο. Κυριότερο εμπορευόμενο είδος το κρασί του Αμυνταίουπου το προωθεί στο γειτονικό Μοναστήρι, αλλά και αρκετά πιο βόρεια, φθάνοντας μέχρι το Βελιγράδι και την Αυστροουγγαρία.
Όταν το 1893-4 φθάνει ο σιδηρόδρομος στο Αμύνταιο συνδέοντας το με το Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη, δημιουργείται το ξενοδοχείο η Μεγάλη Ελλάς ιδιοκτησίας Σταύρου και Αφών Χατζή, πυρήνας των υπόλοιπων οικογενειακών επιχειρήσεων.
Στα πέτρινα υπόγεια του ξενοδοχείου, μεγάλα ξύλινα βαρέλια φιλοξενούσαν την παραγωγή των 300 περίπου στρεμμάτων ιδιόκτητων αμπελιών της οικογένειας, μια και η εμπορία κρασιού είχε συνδυασθεί και με την παραγωγή.
Από το κρασί, προϊόν αυτών των αμπελιών, θα ζήσει η οικογένεια, όταν κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι σύμμαχοι θα επιτάξουν το ξενοδοχείο, μετατρέποντας το σε Σέρβικο Νοσοκομείο, ενώ παράλληλα και οι υπόλοιπες δραστηριότητες θα παγώσουν.
Η σχέση της οικογένειας με το κρασί και τις μεταφορές θα παραμείνει σταθερή μέχρι την κατάρρευση του εμπορικού οίκου των «Αφών Χατζή» πριν τον Β
Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2000 ο δισέγγονος του Σταύρου Χατζή, Ιωάννης επιστρέφει στις ρίζες κατασκευάζοντας Οινοποιείο στη θέση όπου βρισκόταν το τελευταίο αμπέλι της οικογένειας που ξηλώθηκε .
ΤΟ ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ
Το Οινοποιείο, δυναμικότητας 700 εκατόλιτρων, επεξεργάζεται σταφύλια από ιδιόκτητα αμπέλια καθώς και σταθερών συνεργατών από την ζώνη ΟΠΑΠ
Αμύνταιο από τις ποικιλίες Ξινόμαυρο, SYRAH και Riesling παράγοντας:
-Λευκούς Τοπικούς Οίνους Φλώρινας
Δωδέκατος
Riesling
-Ροζέ ΟΠΑΠ Αμύνταιον
Πεμπτουσία
-Ερυθρούς Τοπικούς Οίνους Φλώρινας
Μάγιστρος
Επτά Ρίζες
-Ερυθρό ΟΠΑΠ Αμύνταιον
Κελληνός (premium)
Η οικογένεια Χατζή εμφανίζεται στο Αμύνταιο (Σοροβίτζι) αρχές του 19ου αιώνα,όταν ο Γιάννης (Χατζη) Νικόδημος έρχεται από την Πάτρα και ασχολείται με τις μεταφορές και το εμπόριο. Κυριότερο εμπορευόμενο είδος το κρασί του Αμυνταίουπου το προωθεί στο γειτονικό Μοναστήρι, αλλά και αρκετά πιο βόρεια, φθάνοντας μέχρι το Βελιγράδι και την Αυστροουγγαρία.
Όταν το 1893-4 φθάνει ο σιδηρόδρομος στο Αμύνταιο συνδέοντας το με το Μοναστήρι και τη Θεσσαλονίκη, δημιουργείται το ξενοδοχείο η Μεγάλη Ελλάς ιδιοκτησίας Σταύρου και Αφών Χατζή, πυρήνας των υπόλοιπων οικογενειακών επιχειρήσεων.
Στα πέτρινα υπόγεια του ξενοδοχείου, μεγάλα ξύλινα βαρέλια φιλοξενούσαν την παραγωγή των 300 περίπου στρεμμάτων ιδιόκτητων αμπελιών της οικογένειας, μια και η εμπορία κρασιού είχε συνδυασθεί και με την παραγωγή.
Από το κρασί, προϊόν αυτών των αμπελιών, θα ζήσει η οικογένεια, όταν κατά την διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οι σύμμαχοι θα επιτάξουν το ξενοδοχείο, μετατρέποντας το σε Σέρβικο Νοσοκομείο, ενώ παράλληλα και οι υπόλοιπες δραστηριότητες θα παγώσουν.
Η σχέση της οικογένειας με το κρασί και τις μεταφορές θα παραμείνει σταθερή μέχρι την κατάρρευση του εμπορικού οίκου των «Αφών Χατζή» πριν τον Β
Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 2000 ο δισέγγονος του Σταύρου Χατζή, Ιωάννης επιστρέφει στις ρίζες κατασκευάζοντας Οινοποιείο στη θέση όπου βρισκόταν το τελευταίο αμπέλι της οικογένειας που ξηλώθηκε .
ΤΟ ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ
Το Οινοποιείο, δυναμικότητας 700 εκατόλιτρων, επεξεργάζεται σταφύλια από ιδιόκτητα αμπέλια καθώς και σταθερών συνεργατών από την ζώνη ΟΠΑΠ
Αμύνταιο από τις ποικιλίες Ξινόμαυρο, SYRAH και Riesling παράγοντας:
-Λευκούς Τοπικούς Οίνους Φλώρινας
Δωδέκατος
Riesling
-Ροζέ ΟΠΑΠ Αμύνταιον
Πεμπτουσία
-Ερυθρούς Τοπικούς Οίνους Φλώρινας
Μάγιστρος
Επτά Ρίζες
-Ερυθρό ΟΠΑΠ Αμύνταιον
Κελληνός (premium)